φυτοπαθολογία

φυτοπαθολογία
Με την ευρεία έννοια του όρου, είναι η επιστήμη που μελετά τις παθήσεις των φυτών, οποιοιδήποτε και αν είναι οι παράγοντες που τις προκαλούν. Στην πράξη όμως, για διδακτικούς σκοπούς, οι ασθένειες που προκαλούνται από τα ζώα και ειδικά τα έντομα, μελετώνται από τη γεωγραφική εντομολογία και ζωολογία, ενώ η φ., με τη στενή έννοια του όρου, ασχολείται με τις ασθένειες που προκαλούν τα βακτήρια, οι μύκητες, οι ιοί, οι ανώμαλες εδαφικές και κλιματικές συνθήκες κλπ. Τυπικές αλλοιώσεις, που οφείλονται σε έντομα, είναι οι λεγόμενες κηκίδες (ακανόνιστες υπερτροφίες των ιστών). Κηκιδογόνα έντομα είναι ορισμένα μικρά υμενόπτερα της οικογένειας των κυνιπιδών, τα οποία τοποθετούν τα αβγά τους μέσα στους φυτικούς ιστούς. Μερικά ημίπτερα επίσης μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές ζημιές (ψύλλα της μηλιάς και της αχλαδιάς, φυλλοξήρα του αμπελιού) στη βλάστηση με τα νύγματά τους. Μεταξύ των κρυπτόγαμων, κυρίως οι μύκητες προκαλούν ζημιές στα φυτά. Οι καπνίες (των εσπεριδοειδών, του αμπελιού, της ελιάς, της ιτιάς), οφείλονται σε μύκητες του αθροίσματος των ασκομυκήτων, της οικογένειας των περισποριιδών. Στην οικογένεια των ερυσιφιδών, αντίθετα, ανήκουν οι μύκητες που προκαλούν σοβαρές παθήσεις των φυτών, γνωστές ως ωίδια, μπάστρες, συναπίδια κλπ. (προσβάλλονται: η φουντουκιά, η βετούλη, ο μελιός - φράξινος, η αχλαδιά, η ροδακινιά, η τριανταφυλλιά, πολλά αγρωστώδη, μεταξύ των οποίων το στάρι, και τέλος το αμπέλι). Το αμπέλι προσβάλλεται και από έναν άλλο μύκητα, τον πλασμοπάρα της αμπέλου, που προκαλεί τον περονόσπορο. Άλλες ασθένειες που προκαλούν οι μύκητες είναι ο περονόσπορος της πατάτας, το εργότιο της σίκαλης, η σκωρίαση του σταριού, ο άνθρακας του αραβοσίτου. Ακόμα και μερικές παραμορφώσεις, γνωστές με τον όρο σκούπα της μάγισσας, οι οποίες παρατηρούνται σε κορομηλιές, κερασιές, δαμασκηνιές και έλατα, οφείλονται σε παράσιτους μύκητες. Τα ανώτερα φυτά μπορούν επίσης να προσβληθούν και από ιούς, που προκαλούν, σε πολλά από αυτά, ποικιλοχρωμίες και κηλιδώσεις των φύλλων (π.χ. το μωσαϊκό του καπνού), χλωρώσεις, όγκους, καρούλιασμα των φύλλων, νανισμό. Άλλες φορές, αιτίες των ασθενειών αποτελούν οι φυσιολογικές διαταραχές των ίδιων των φυτών. Έτσι εδάφη ακατάλληλα, λιπάνσεις ακατάλληλες ή ανεπαρκείς ή υπερβολικές, εγκαύματα από τον ήλιο, υπερβολική υγρασία μπορούν να προκαλέσουν μάρανση των φυτών και ακολούθως να τα οδηγήσουν στον θάνατο. Δεν είναι καθόλου αμελητέες και οι κλιματικές επιδράσεις. Οι γεωργοί γνωρίζουν πολύ καλά τις ζημιές που προκαλούν στις καλλιέργειές τους οι ανοιξιάτικοι παγετοί, ειδικά όταν τα μάτια άρχισαν να ανοίγουν και να παρουσιάζουν, τα πρώτα τρυφερά φυλλαράκια. Ζημιές, όχι λιγότερο βαριές, προκαλούν οι χαλαζοθύελλες, η παράταση των περιόδων της βροχής ή του χειμερινού κρύου. Πράγματι, όλα αυτά αποτελούν για το φυτό νέες συνθήκες, για τις οποίες είναι απαράσκευο και, εξαιτίας των οποίων, συχνά υποκύπτει. Το καθήκον της φ. είναι ακριβώς να καθορίζει ποιες είναι οι συνθήκες που ευνοούν ή εμποδίζουν την ανάπτυξη των παθολογικών αυτών καταστάσεων στα φυτά και να τις προλαβαίνει με τα κατάλληλα παρασκευάσματα, έτσι ώστε να περιορίζει τουλάχιστον τη διάδοση. Ως προς τους σκοπούς αυτούς, τους προληπτικούς και θεραπευτικούς, η φ. συνταυτίζεται με τη φυτοθεραπεία. Τα μέσα με τα οποία καταπολεμούνται τα διάφορα παράσιτα των φυτών, αναφέρονται με τον γενικό όρο παρασιτοκτόνα και η καταπολέμηση με τον όρο παρασιτοκτονία. Η τελευταία μπορεί να διενεργείται κατά διάφορους τρόπους· πράγματι τα παρασιτοκτόνα (αντιπαρασιτικά: εντομοκτόνα και αντικρυπτογαμικά) μπορούν να χορηγούνται με ψεκασμούς, επιπάσεις (σκονίσματα) ή υποκαπνισμούς. Οι τελευταίοι πραγματοποιούνται με την εισαγωγή αντιπαρασιτικών αερίων ή ουσιών που εύκολα εξαερώνονται, ειδικά υδροκυάνιου, κάτω από ειδικές σκηνές που καλύπτουν ερμητικά τα φυτά. Άνθρακας του αραβόσιτου σε μεγέθυνση.
* * *
η, Ν
(γεωπ·) η επιστήμη που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών ασθενειών τών φυτών και τους τρόπους αντιμετώπισής τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phytopathology < φυτόν + παθολογία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φυτοπαθολογία — η η παθολογία των φυτών, η επιστήμη που μελετά τις φυτονόσους (βλ. λ.) και τον τρόπο θεραπείας τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυτοπαθολογικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυτοπαθολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phytopathologic < phytopathology (βλ. λ. φυτοπαθολογία). Το ουδ. τού επιθ., στον λόγιο τ. φυτοπαθολογικόν (Ινστιτούτον), μαρτυρείται από το 1815 στην… …   Dictionary of Greek

  • φυτοπαθολόγος — ο, η, Ν επιστήμονας ειδικευμένος στη φυτοπαθολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phytopathologist < phytopathology (βλ. λ. φυτοπαθολογία). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • αγρονομία — Το σύστημα των νομοθετικών διατάξεων για την αστυνόμευση των αγρών· η εποπτεία και η διαχείριση γενικά των αγροτικών κτημάτων· επίσης, το αξίωμα του αγρονόμου ή του επόπτη των αγρών στην αρχαία Αθήνα. (Γεωργ.)Εφαρμοσμένη επιστήμη που ασχολείται… …   Dictionary of Greek

  • βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …   Dictionary of Greek

  • τερηδόνα — I Καταστρεπτική διεργασία εις βάρος των σκληρών ιστών του οργανισμού, όπως τα οστά, οι χόνδροι και τα δόντια· συχνότερα ο όρος σημαίνει την τ. των δοντιών. Η τελευταία αυτή οφείλεται στη συνέργια ενδογενών και εξωγενών παραγόντων: γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Καββάδας, Δημήτριος — (Κέρκυρα 1893 – 1971). Βοτανολόγος. Σπούδασε φυσικές επιστήμες στα πανεπιστήμια Αθηνών και Νανσί και ειδικεύτηκε στη φυτοπαθολογία στον Σταθμό Φυτοπαθολογικών Ερευνών του Παρισιού. Διετέλεσε τακτικός καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στον… …   Dictionary of Greek

  • φυτοπαθολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυτοπαθολογία ή το φυτοπαθολόγο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυτοπαθολόγος — ο, η επιστήμονας ειδικός στη φυτοπαθολογία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”